- ημιαυτόματος
- η , ο [ος , ον ] 1. полуавтоматический;
ημιαυτόματοςα όπλα — полуавтоматическое оружие;
2. (ο ) полуавтомат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιαυτόματοςα όπλα — полуавтоматическое оружие;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιαυτόματος — η, ο αυτός που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα, από μόνος του: Ημιαυτόματος μηχανισμός. – Ημιαυτόματο όπλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημιαυτόματος — η, ο και ημιαυτοματικός, ή, ό (για μηχανήματα) αυτός που είναι κατά το ήμισυ αυτόματος, αυτός που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα και εν μέρει με εξωτερική ενέργεια («ημιαυτόματο πυροβόλο») … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιαυτοματικός — ή, ό βλ. ημιαυτόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
ρεβόλβερ — το, Ν 1. το περίστροφο 2. ημιαυτόματος περιστρεφόμενος μεταλλουργικός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revolver < ρ. revolve «περιστρέφω» (< λατ. revolvo «κυλώ, τυλίγω ξανά»)] … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek